ἀμαλῶν

ἀμαλῶν
ἀμάλη
fem gen pl
ἀμαλός
soft
fem gen pl
ἀμαλός
soft
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ερμάνριχος ή Ερμανάριχος — (Ermanric ή Ermanarich, ; – 375 μ.Χ.). Βασιλιάς των Οστρογότθων. Καταγόταν από το γένος των Αμαλών. Ήταν αρχηγός της ένωσης των φυλών, στην οποία πρωτοστατούσαν οι Οστρογότθοι. Η ένωση αυτή πραγματοποιήθηκε στις βόρειες περιοχές της Μαύρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”